Οι Έλληνες είμαστε ο πιο φιλέορτος λαός του κόσμου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στο παρελθόν ζούσαμε και σ’ ένα σημείο εξακολουθούμε ακόμη να ζούμε περιμένοντας γιορτές. Πολλές απ’ τις γιορτές αυτές ήταν οικογενειακές, σπιτικές, με την ευκαιρία διαφόρων κοινωνικών γεγονότων. Επιδιώκουμε να μαζευτούμε, να πιούμε, να φάμε, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε, να χαρούμε, με μια κουβέντα να διασκεδάσουμε. Όμως πρέπει να ομολογήσουμε ότι περισσότερο από κάθε τι άλλο την τάση για εορτασμό, ψυχαγωγία και διασκέδαση εξέφραζαν τα λαϊκά πανηγύρια μας, που ήταν συνδεδεμένα με την θρησκεία μας. Γιατί στα λαϊκά πανηγύρια μας εκδηλωνόταν φυσικά και αβίαστα με τον πιο ομαδικό τρόπο η λαϊκή ψυχή, η πίστη των απλών ανθρώπων, η συνείδηση του λαού μας. Ήταν η γνήσια συνέχιση μιας μακρόχρονης παράδοσης, που φτάνει πολύ βαθιά στο χρόνο, μέχρι την αρχαιότητα, απ’ όπου έχουν τις ρίζες τους πολλά έθιμά μας, λατρευτικές τελετές και άλλα δρώμενα.
Στην Ελληνική λοιπόν αρχαιότητα θα αναζητήσουμε την αφετηρία των λαϊκών πανηγυριών μας. Οι πρόγονοί μας στις γιορτές και πανηγύρεις τους γιόρταζαν σε πανελλήνιο επίπεδο τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου αλλά και σε κάθε τόπο και πόλη γιόρταζαν ακόμη πλήθος άλλων θεοτήτων και ηρώων, που είχε πλάσει η πλούσια φαντασία τους. Θυσίαζαν στους θεούς τους ζώα, διοργάνωναν επίσημες συνεστιάσεις, έπιναν άφθονο κρασί. Συχνά τελούσαν αγώνες με γνωστά ολυμπιακά αγωνίσματα. Πολλές φορές πάλι έδιναν στις γιορτές τους και υψηλό πνευματικό περιεχόμενο με πανηγυρικούς λόγους, μουσικούς αγώνες, ποιητικούς αγώνες, θεατρικές παραστάσεις, ανάγνωση των ιστοριογραφιών τους, έκθεση των σκέψεών τους. Όλο το έτος σε καθορισμένες ημερομηνίες και χρόνια είχαν συνέχεια εορτές και πανηγύρεις. Εξάλλου εκείνοι είχαν πει και εφαρμόσει στην πράξη το «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», ζωή χωρίς γιορτές είναι ένας μακρός δρόμος χωρίς πανδοχείο.
Όταν ήρθε ο Χριστιανισμός, βρήκε όλη αυτή την πλούσια κληρονομιά σε γιορτές και πανηγύρια, έκφραση της ψυχής του λαού. Στην αρχή, η Εκκλησία προσπάθησε με διδασκαλίες και νουθεσίες, συχνά με απειλές και τιμωρίες και ακόμη με ανίερη παρέμβαση και καταδίκη, με βίαιη κατάργηση εορτών, με καταστροφή ναών και ιερών, να εκριζώσει τις παλιές συνήθειες, τα λατρευτικά έθιμα και δρώμενα που θύμιζαν την ειδωλολατρία. Στο έργο της αυτό μεγάλοι συμπαραστάτες της στάθηκαν πολλοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Όμως πολλές φορές ο κόπος της αποδείχτηκε μάταιος. Πολλά έθιμα και δρώμενα ήταν βαθιά ριζωμένα στις ψυχές των ανθρώπων. Κι έτσι ο Χριστιανισμός αναγκάστηκε συχνά να υποχωρήσει και να υιοθετήσει έθιμα και λατρευτικές τελετές, πράξεις και ενέργειες που ήταν όχι μόνο ξένες αλλά και εντελώς αντίθετες προς το πνεύμα του, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αν ήθελε να κερδίσει τις καρδιές των πιστών του. Η υποχώρηση μάλιστα έφτασε στο βαθμό, ώστε να ανεχθεί και να ευλογεί η Εκκλησία και προσφερόμενες αιματηρές θυσίες. Τρανή επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού είναι η επιβίωση ταυροθυσιών στο νησί μας στα πανηγύρια Αγίου Χαραλάμπου στην Αγία Παρασκευή και του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο. Με δυο λόγια, ο Χριστιανισμός στη θέση του δωδεκαθέου και του πλήθους των άλλων θεοτήτων και ηρώων θα βάλει την Παναγία, το Χριστό και κυρίως την αμέτρητη στρατιά των αγίων της Εκκλησίας μας και θα αποδώσει σ’ αυτούς γνωρίσματα και ιδιότητες που είχαν οι προηγούμενες λατρευόμενες μορφές. Ο προφήτης Ηλίας παίρνει τη θέση του Δία στις βουνοκορφές και οι Κοσμάς και Δαμιανός τη θέση των Διοσκούρων.
Έτσι περίπου σε πολύ αδρές γραμμές έγιναν τα πράγματα και στα δύο χιλιάδες χρόνια του Χριστιανισμού συνεχίστηκε η αρχαία παράδοση των εορτασμών και λαϊκών πανηγυριών, σχεδόν αναλλοίωτη έως τον 20ο αιώνα. Ο μεγαλύτερος μελετητής της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λαϊκής θρησκείας μας Σουηδός M. Nilson γράφει: Το σημερινό ελληνικό λαϊκό πανηγύρι θυμίζει τα αρχαία. Η λατρεία είναι νέα, της Παναγίας ή των αγίων, η ζωή όμως έμεινε η ίδια…Η θρησκεία χάνει την ιερότητα, όμως ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων να μαζευτούν, να διασκεδάσουν, να χαρούν. Χρειάζεται να διακοπεί και να ελαφρώσει ο μονότονος ρυθμός της καθημερινής ζωής. Είναι κοινωνικές ανάγκες που ικανοποιούσε η αρχαία Ελληνική θρησκεία και στο σημείο αυτό διατηρήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο». Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο γράφει: «ένας αρχαίος Έλληνας θα αισθανόταν σαν να ήταν στην πατρίδα του, αν παρευρισκόταν σ’ ένα νεότερο πανηγύρι».
Το νησί μας ήταν πάντοτε ο παράδεισος των λαϊκών πανηγυριών. Σε κανένα άλλο μέρος της Χώρας μας δεν διοργανώνονταν τόσα πολλά και με μεγάλη ποικιλία λαϊκά πανηγύρια. Κάθε χωριό είχε και το πανηγύρι του, όταν γιόρταζε η Εκκλησία του, και καμιά φορά περισσότερα από ένα. Όμως, κάθε χωριό πάλι μέσα στα όρια της Περιφέρειάς του διοργάνωνε και άλλα πανηγύρια, τιμώντας την Παναγία, το Χριστό και πιο συχνά τους αγίους της Εκκλησίας μας, πιο πολύ το καλοκαίρι, αλλά και την άνοιξη και το φθινόπωρο. Σ’ όλα τα πανηγύρια υπήρχε τεράστια προσέλευση. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και τα παιδιά προσέρχονταν με τα υποζύγιά τους, γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα, στολισμένα με φανταχτερά τακίμια και αρματωσιές, όμορφα σαμάρια στρωμένα με πολύχρωμους σιντζαντέδες και ταπέτα, καπλοδέτες και καπίστρια πλουμισμένα με χάντρες, χαϊμαλιά και μικρά όστρακα (εμείς τα λέγαμε τσιλίκια). Φόρτωναν τα ζώα με καλοφτιαγμένους χιγμπέδες και χρωματιστούς τορβάδες με όλα τα αναγκαία είδη μέσα. Φορούσαν τα πιο καλά τους ρούχα, συχνά τις τοπικές ενδυμασίες, τις νησιώτικες και ανατολίτικες βράκες, τα πλουμιστά γιλέκα τους και σαλβάρια, τα χασιδένια πουκάμισα, τα πιο καλά τους παπούτσια. Όλοι ήθελαν να δείξουν την ομορφιά και τη λεβεντιά τους. Έρχονταν και από τα γειτονικά χωριά και ο κόσμος πλημμύριζε όλο το χώρο.
Είπαμε ότι λαϊκά πανηγύρια διοργάνωναν όλα τα χωριά, πάρα πολλά όμως ήταν γνωστά σ’ όλο το νησί και προσέρχονταν πανηγυριστές και γλεντοκόποι και από μακρινά μέρη με τα μέτρα τουλάχιστον των παλαιότερων χρόνων. Πρώτοι και καλύτεροι διοργανωτές πανηγυριών ήταν οι Μανταμαδιώτες που διοργάνωναν πάρα πολλά πανηγύρια με πιο γνωστό βέβαια και με προσέλευση απ’ όλο το νησί το πανηγύρι του Ταξιάρχη τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα με ταυροθυσία και παρασκευή κισκέκ. Οι Αγιασώτες γιόρταζαν την Παναγία το Δεκαπενταύγουστο με τη μεγαλύτερη κοσμοσυρροή από κάθε άλλο πανηγύρι, αλλά γιόρταζαν με πολύ λαμπρό τρόπο και το πανηγύρι του Άη Λια πάνω στην κορυφή του Ολύμπου. Η ανάβαση στο ξωκλήσι και η κατάβαση με τα υποζύγια είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή.
Όμως το πιο ενδιαφέρον και με πολλή ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα ήταν το λαϊκό πανηγύρι που διοργάνωναν οι ζευγάδες της Αγίας Παρασκευής προς τιμήν του προστάτη τους Αγίου Χαραλάμπου. Θα μου επιτρέψετε να κάνω γι’ αυτό μεγαλύτερη αναφορά. Ήταν ένα τριήμερο πανηγύρι στην αρχή του καλοκαιριού και η ιδιαιτερότητά του οφειλόταν πιο πολύ στη θυσία του ταύρου. Το πρωί της πρώτης μέρας, Παρασκευής, ο πρωτοζευγάς έπαιρνε τον ταύρο, που θα πρόσφερα θυσία στον άγιο, ο παπάς τον ευλογούσε, τον στόλιζαν με κορδέλες, στεφάνια και κάθε είδους λουλούδια και τον περιέφεραν στους δρόμους του χωριού. Έπαιρναν από το σπίτι του πρωτοζευγά και το εικόνισμα του Αγίου και μαζί με όλα τα συμπράγκαλά τους (καζάνια, στάρι, κτλ.) πάνω στ’ άλογά τους κατευθύνονταν στο ξωκλήσι του Αγίου Χαραλάμπου διασχίζοντας πολλές ώρες δασωμένες βουνοπλαγιές και ρεματιές. Το Σάββατο καθαρίζουν και ασβεστώνουν τον τόπο, τον στολίζουν με πικροδάφνες και αγριολούλουδα, κουβαλούν ξύλα, στήνουν πυρομάχια. Από το χωριό θ’ ανεβούν στο βουνό οι συντροφιές, όλοι ντυμένοι λεβέντικα, με αρνιά, φαγητά, ρακί, γλυκά, τραγουδώντας. Ο παπάς θα αγιάσει πάλι το ταυρί, θα το θυσιάσουν στον Άγιο και το αίμα του θα γίνει πολύτιμο φυλαχτό με μαγικές ιδιότητες. Ακολουθεί τραγούδι και χορός και όλη τη νύχτα γλεντοκοπούν. Το πρωί της Κυριακής σταματούν. Θα μοιραστεί το κισκέκ, θα φάνε και θα γίνει ο γυρισμός στο χωριό όπου θα τους περιμένουν όσοι δεν πήγαν. Θα γεμίσουν οι δρόμοι από κόσμο, φωνές και άλογα. Και έξω από το χωριό σ’ ένα ξέφωτο θα τρέξουν τα άλογα και οι νικητές θα πάρουν τα έπαθλα και θα στεφανωθούν με λιόκλαδα. Και θα γεμίσει και πάλι το χωριό με φωνές, άλογα και κόσμο και το εικόνισμα του Αγίου θα επιστρέψει στο σπίτι του πρωτοζευγά.
Στη δική μας περιφέρεια, στο δυτικό μέρος του νησιού, είχαμε πολλά λαϊκά πανηγύρια. Το πιο γνωστό που συγκέντρωνε κόσμο απ’ όλο το νησί ήταν στην Μονή Λειμώνος, στις 14 Οκτωβρίου, προς τιμήν του Αγίου Ιγνατίου. Η Ανεμότια διοργάνωνε πολύ καλό πανηγύρι με πολλή κοσμοσυρροή του Χριστού, στις 6 Αυγούστου. Και πολλά πανηγύρια διοργάνωναν οι γείτονές μας Τελωνιάτες, Αντισσαίοι σήμερα. Δεν γιόρταζαν μόνο τις δυο τους εκκλησίες, αλλά πολύ περισσότερο διοργάνωναν πανηγύρια στην περιφέρεια του χωριού τους, με πιο σημαντικά στην Περιβολή δυο πανηγύρια μαζί με μας τους Βατουσιανούς, και στη Λιώτα, με μεγάλη προσέλευση κόσμου. Λόγω της μεγάλης τους έφεσης για διοργάνωση πανηγυριών εμείς οι Βατουσιανοί αποκαλούσαμε τους Αντισσαίους πανηγυριώτες.
Και για να ολοκληρώσω ό,τι είχα να πω γενικά για τα λαϊκά πανηγύρια του νησιού μας, θα σταθώ σύντομα και σ’ ένα άλλο στοιχείο που χαρακτήριζε πολλά από αυτά, την ταυτόχρονη διοργάνωση εμποροπανήγυρης. Η μεγάλη προσέλευση κόσμου ακόμα και από μακρινά μέρη έδινε την ευκαιρία, στα πλαίσια λειτουργίας της οικονομικής και εμπορικής κίνησης των χρόνων εκείνων, να γίνεται σε αρκετά πανηγύρια πολύ αξιόλογο εμπόριο. ΟΙ βιοτέχνες και έμποροι μπορούσαν να διαθέσουν στους αγοραστές όργανα και εργαλεία για τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη δενδροκαλλιέργεια, τα αναγκαία είδη για τα υποζύγια, κάθε είδους σκεύη και έπιπλα για εξοπλισμό των σπιτιών. Την πρώτη θέση στο είδος αυτό του εμπορίου κατείχαν οι Αγιασώτες. Διακινούνταν ακόμη είδη διατροφής που παρήγε κάθε τόπος και είδη ενδυμασίας και υπόδησης. Πολύ αξιόλογη θέση κατείχε το ζωεμπόριο. Πωλούνταν και αγοράζονταν όλα τα ζώα, κυρίως όμως υποζύγια, μουλάρια, γαϊδούρια και άλογα. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι πολλοί πήγαιναν στα πανηγύρια αποκλειστικά να πωλήσουν και κυρίως να αγοράσουν τα προϊόντα και είδη που χρειάζονταν. Τα πιο γνωστά για το στοιχείο της εμποροπανήγυρής τους ήταν τα πανηγύρια του Αγίου Ιγνατίου στη Μονή Λειμώνος και του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο.
Τέλος για ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο των λαϊκών πανηγυριών, τις μουσικές κομπανίες, τα μουσικά όργανα, τους πανηγυριώτικους χορούς και σκοπούς και τα τραγούδια, που συνιστούσαν βασικό δομικό στοιχείο της ψυχαγωγίας και διασκέδασης, καθώς και για τα ποτά, εδέσματα και μεζέδες που προσφέρονταν δεν θα κάνω λόγο. Δεν ήταν αυτό στόχος της ομιλίας αυτής.
Και τώρα προτού γίνει λόγος στο δεύτερο μέρος της ομιλίας αυτής για το δικό μας ΦΤΟΝ, θα μου επιτρέψετε να κάνω μια αναγκαία παρέκβαση, που την επιβάλλει ένα κύριο γνώρισμα του πανηγυριού μας. Εκτός δηλαδή από τα στοιχεία της διασκέδασης, της μουσικής, του χορού, του πιοτού, του τραγουδιού, που διέκριναν όλα τα πανηγύρια, το ΦΤΟΝ είχε προβεβλημένο και το αγωνιστικό και αθλητικό μέρος του με ολυμπιακά αθλήματα, πράγμα που δεν χαρακτήριζε τα άλλα λαϊκά πανηγύρια του νησιού μας, αν βέβαια εξαιρέσουμε τις αλογοδρομίες που γίνονταν σε μερικά από αυτά. Αυτό ακριβώς το γνώρισμα του δικού μας πανηγυριού καθιστά αναγκαίο να γίνει σύντομη αναφορά στην παράδοση που αφορά στο αγωνιστικό μέρος των λαϊκών πανηγυριών. Χωρίς αμφιβολία και αυτό το στοιχείο είναι κληρονομιά από τους αρχαίους προγόνους μας. Εκείνοι, εκτός από τους μεγάλους πανελλήνιους εορτασμούς και αγώνες με κύριο στοιχείο το αγωνιστικό μέρος (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα) στις πόλεις διοργάνωναν διάφορες εορτές και πανηγύρεις, στις οποίες συμπεριλάμβαναν και ολυμπιακά αγωνίσματα. Αυτήν την κληρονομιά βρήκε στον Ελληνικό κόσμο ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες της πρώτης περιόδου θέλησαν να σταματήσουν οριστικά την τέλεση αγώνων, όπως κατήργησαν και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί οι αθλητικοί και σωματικοί αγώνες κατά την άποψη της Εκκλησίας ήταν συνδεδεμένοι με την ειδωλολατρία, ενώ οι πιστοί έπρεπε να επιδίδονται σε πνευματικούς αγώνες. Παρόλα αυτά, οι μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι και στην περίπτωση αυτή υπήρχε επιβίωση. Ο Θεόδωρος Στουδίτης, ηγούμενος της περίφημης Μονής Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, που έζησε στην περίοδο της Εικονομαχίας (8ος και 9ος αιώνας), φανατικός εικονολάτρης και διαπρύσιος υποστηρικτής του μοναχισμού, θέλοντας να προβάλλει το πνεύμα του Χριστιανισμού και μοναχισμού, γράφει ότι για τους μοναχούς δεν ταιριάζει «να πολυτρώγωμεν, να πολυπίνωμεν, να πηδώμεν και να ρίχνωμεν λιθάρι». Αναφέρει δηλαδή στοιχεία λαϊκής πανηγυριώτικης ψυχαγωγίας και αθλητικών αγώνων.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ο Ρήγας Φεραίος (18ος αιώνας) στο κείμενό του «Ολύμπια», δηλαδή Ολυμπιακοί Αγώνες, και στην προσπάθειά του για προβολή του ολυμπιακού πνεύματος, επιβεβαίωση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων, ενδυνάμωση της αυτοσυνείδησής τους ως απογόνων των αρχαίων Ελλήνων, δυναμική ενίσχυση του φρονήματος των υποδούλων και τόνωση της επαναστατικής ψυχολογικής προετοιμασίας τους αναφέρει ότι στην πατρίδα του Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα διεξάγονταν ολυμπιακά αγωνίσματα, από τα οποία το άλμα τριπλούν και το λιθάρι συνεχίζονταν στη γενέτειρά του μέχρι το 1950 στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπου.
Ο Γάλλος Didot περιγράφει Ολυμπιακούς Αγώνες στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μ. Ασίας στις μέρες του Πάσχα (1816-1817) και στα Μέγαρα το 1829 γίνονταν τρία αγωνίσματα (δρόμοι, πήδημα, σκοποβολή). Και στο νησί μας το 1878 ιδρύθηκε στο Πλωμάρι το Αναγνωστήριο «Βενιαμίν ο Λέσβιος» που στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη Λέσβο παρουσίαζε ιδιαίτερη δραστηριότητα και διοργάνωνε τη Λαμπροπαρασκευή αθλητικούς αγώνες και λεμβοδρομίες. Και φυσικά σε πολλά πανηγύρια, όπως του Αγίου Χαραλάμπου στην Αγία Παρασκευή και της Αγίας Τριάδας στην Καλλονή, γίνονταν αλογοδρομίες. Με αυτά τα λίγα στοιχεία που μπόρεσα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να εντοπίσω αυτές τις μέρες επιβεβαιώνεται ότι επιβίωνε από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα η τέλεση ολυμπιακών αγωνισμάτων, πράγμα που διαπιστώνουμε και στο δικό μας ΦΤΟΝ.
Το ΦΤΟΝ γιορταζόταν τη Λαμπροτρίτη στο χώρο αυτό που βρισκόμαστε και είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, καίτοι το ναΰδριο που υπάρχει δίπλα μας είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου είναι λίγο πιο πάνω στην κορυφή του υψώματος. Προφανώς, το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου είναι παλαιότερο και έδωσε την ονομασία του στον τόπο, που διατηρήθηκε και μετά την ανέγερση του ξωκλησιού της Παναγίας. Ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Μ. Ασίας, δεν είχε αντικρίσει στη ζωή του θάλασσα, καθιερώθηκε όμως ως άγιος των θαλασσών και προστάτης των θαλασσινών. Η εορτή του συμπίπτει με την αρχή του χειμώνα και τις πρώτες μεγάλες κακοκαιρίες και τρικυμίες και φυσικό ήταν να τον επικαλούνται οι ναυτικοί στις δύσκολες στιγμές. Έτσι έγινε των θαλασσών ο άγιος. Λατρεύεται όμως ιδιαίτερα και στη στεριά, όπως λέγει η Κεφαλλονίτικη ρήση: «Του Αγίου Νικολάου που ’ν’ τση γης και του πελάου».
Πότε ακριβώς άρχισε ο εορτασμός του ΦΤΟΝ δεν είναι δυνατόν να το προσδιορίσουμε, αφού δεν υπάρχει γραπτή πηγή ούτε μας διαφωτίζει η προφορική παράδοση θεωρούμε πολύ πιθανό να άρχισε το πανηγύρι αυτό στα μέσα του 19ου αιώνα, οπωσδήποτε όμως η κορύφωση του εορτασμού συνέπεσε με τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα αυτού και τις δυο πρώτες του 20ου αιώνα. Ο γιατρός Γεώργιος Γώγος που είχε την πιο ενεργό συμμετοχή στα πράγματα της Βατούσας φαίνεται ότι ιδιαίτερα φρόντιζε για τον εορτασμό αυτό. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου συνεχίστηκε με φθίνουσα πορεία ο εορτασμός αυτός και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάποια προσπάθεια για αναβίωση δεν είχαν ούτε επιτυχία ούτε συνέχεια. Όσο για την προέλευση της ονομασίας ΦΤΟΝ, η μόνη εκδοχή που διατυπώθηκε είναι ότι προέρχεται από τη λέξη «φθόνος», αν στην έννοιά της δώσουμε και τη σημασιολογική απόχρωση του ανταγωνιστικού πνεύματος.
Ο εορτασμός του ΦΤΟΝ είχε έντονο και καθαρό εορταστικό πανηγυριώτικο και ψυχαγωγικό χαρακτήρα και στόχο. Ήταν ένα αποκλειστικά Βατουσιανό ανοιξιάτικο πανηγύρι, αφού τα άλλα δυο ανοιξιάτικα πανηγύρια μας τα εορτάζαμε μαζί με τους γείτονές μας, της Περιβολής την Πρωτομαγιά με τους Τελωνιάτες, και της Βρυτέρας, μεταγενέστερο αυτό το πανηγύρι, με τους Φτεριανούς. Το ΦΤΟΝ δεν είχε ποτέ στοιχεία εμποροπανήγυρης και το μόνο είδος που πουλιόταν ήταν χαλβάς σε πταρέλια. Ο κόσμος προσερχόταν λόγω μικρής απόστασης με τα πόδια συνήθως και κάτω από τις βελανιδιές άπλωναν τα χράμια και έστρωναν στη λουλουδιασμένη ανοιξιάτικη φύση το τραπέζι με φαγώσιμα είδη που έπαιρναν μαζί τους, ντολμαδάκια, κεφτέδες, σφουγγάτο, τυριά, πασχαλιάτικα αυγά και άλλα. Κάτω από τις βελανιδιές πάλι στήνονταν ένα ή δύο καφενεία με μια ή δύο μουσικές. Από τους τελευταίους που έστηναν καφενείο κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά που δεν υπάρχει τώρα ήταν ο Πανάγος Σαμαράς. Το ρακί και το κρασί έρεε άφθονο και το γλέντι κρατούσε όλη τη μέρα. Ο κόσμος επέστρεφε το βράδυ στο χωριό με γέλια, τραγούδια και αγριολούλουδα. Κάποια στιγμή, όταν έρχονταν στο κέφι, άρχιζε ο χορός με τους ήχους της μουσικής. Ήταν πολλοί τότε οι Βατουσιανοί που ήθελαν να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες. Ο Παναγιώτης Μαλαμέλλης διατήρησε στη μνήμη του πολλούς χορευτές του Μεσοπολέμου. Ανάμεσά τους διακρίνονταν πολλοί βρακοφόροι και ανατολίτες πρόσφυγες. Μου ανέφερε τα ονόματα των Αριστείδη Πιτατζή, Μαλή Σταρά, Θεόφιλου Τσακίρη, Δημητρού Κατέχου (Κάπαλου) που χόρευε με το ποτήρι του ρακιού πάνω στο σκούφο του από κετσέ, του Φώτη Κωνσταντέλλη, του Αντώνη Μυστικού, του Βαγγέλη Φαναρά, του Βαγγέλη Κουγιού, του Γιάννη Πιτατζή, του Γιώργου Νταή και άλλων. Χόρευαν κυρίως νησιώτικους και ανατολίτικους χορούς: Μπάλο, απτάλικο, καρσιλαμά, σούστα. Μερικές φορές από το κέφι κα το μεθύσι άναβαν τα αίματα και οι πιο θερμόαιμοι και όσοι είχαν διαφορές με άλλους δημιουργούσαν επεισόδια και καυγάδες. Ήταν φαίνεται κι αυτό ένα στοιχείο του πανηγυριού.
Ο διασκεδαστικός χαρακτήρας του πανηγυριού αυτού φαίνεται και από το γεγονός ότι για την ψυχαγωγία του κόσμου και κυρίως των παιδιών γίνονταν και ευχάριστα χάπενινγκς. Αναφέρονται δύο περιπτώσεις. Ο Ιγνάτιος Πιτζής, όταν είχε επιστρέψει από την Αμερική, φαντάζομαι γύρω στα 1920, έστηνε ένα πρόχειρο μονόζυγο με δυο ξύλινους στύλους και ένα μακρύ οριζόντιο στρογγυλό σίδερο και έκανε διάφορες ασκήσεις και νούμερα, που ήταν πολύ αρεστά στον κόσμο. Ο Παναγιώτης Καρβελάς αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’30, που ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος στο χωριό μας, κατασκεύασε αερόστατο και το ανύψωσε με την ενέργεια καπνού, που δημιουργούσε από άχυρο που έκαιγε. Το αερόστατο ανέβηκε αρκετά και προσγειώθηκε λίγο ανώμαλα στην απέναντι λοφοπλαγιά μέσα στα σπαρμένα χωράφια. Το ίδιο είχε κάνει και στα Χάνια στον εορτασμό της 4ης Αυγούστου.
Και ερχόμαστε σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του πανηγυριού, το αγωνιστικό μέρος του. Σίγουρα σε μόνιμη βάση διεξάγονταν δυο αγωνίσματα, η πάλη και ο δρόμος. Η πάλη ήταν ελεύθερη και ικανοποιούσε ιδιαίτερα το κοινό. Παλαιστές ήταν Βατουσαίοι αλλά όσο το νησί είχε Τουρκικό πληθυσμό προσέρχονταν και Τούρκοι πεχλιβάνηδες, ακόμη και από τα Παράκοιλα. Μεγάλη φήμη ως παλαιστές άφησαν ο Παντελής Χριστοδούλου, ο Αχιλλέας Μαλαμέλλης, ο Γιώργος Κωνσταντέλλης (Γιώργο τα’ Αθανασέλλ’ τον έλεγαν), ο Ηλίας Χαψής, ο Γιώργος Καπετανέλλης. Μάλιστα οι συγχωριανοί μας στον Παντελή Χριστοδούλου έδωσαν το παρωνύμιο Μπιχλιβάν’ς και έτσι βέβαια τον αποκαλούσαν και ποτέ με το επίθετό του. Στη μνήμη των Βατουσαίων έμεινε ένας αγώνας μεταξύ του Παντελή του Μπιχλιβάν’ και του Γιώργου τ’ Αθανασέλλ’, δύο μεγάλων παλαιστών. Όσο όμως το ΦΤΟΝ έφθανε στο τέλος του και η πάλη έχανε την αίγλη της και έπαιρνε χαρακτήρα επίδειξης και διασκεδαστικό πιο πολύ παρά επίσημο. Ο Παναγιώτης Μαλαμέλλης θυμάται ότι ο πατέρας του Αχιλλέας προκλήθηκε σε πάλη από τον αγροφύλακα Μιχάλη Μητράκα και οι δυο τους πάλεψαν για λίγο προς μεγάλη ευχαρίστηση του κοινού.
Οι αγώνες δρόμου ήταν δυο, μεγάλης απόστασης και μικρής. Για το δρόμο μεγάλης απόστασης αναφέρεται η διαδρομή Άγιος Νικόλαος- Περιβολή- Άγιος Νικόλαος, περίπου 12 χιλιόμετρα. Σ’ αυτό το αγώνισμα διακρίθηκε ο Χρήστος Κωνσταντέλλης, το Μπαμπέλλ’ όπως τον έλεγαν. Ο δρόμος μικρής απόστασης άρχιζε από τη στροφή κάτω από τον Άγιο Νικόλαο και πήγαινε έως τα Τσισμηδέλια.
Η προφορική παράδοση θέλει τη διεξαγωγή και δυο ακόμη αγωνισμάτων, της αλογοδρομίας στη διαδρομή του δρόμου μικρής απόστασης και της ρίψης του λίθου. Η λιθοβολία ήταν παλαιά επίσημο και ολυμπιακό αγώνισμα. Στη χώρα μας διεξαγόταν έως το 1960 περίπου, αλλά αργότερα καταργήθηκε.
Η πιο έγκυρη μαρτυρία που έχουμε για το ΦΤΟΝ, αφού είναι γραπτή, είναι ένα κατάστιχο που βρήκε ο Χρήστος Σταυράκογλου στο αρχείο της Κοινότητας και αναφέρεται στα έπαθλα που δόθηκαν στους νικητές των αγωνισμάτων στο ΦΤΟΝ του 1900. Είναι πολύ σημαντικό το γραπτό αυτό τεκμήριο, γιατί εκτός από τα έπαθλα πληροφορούμαστε και τα αγωνίσματα που έγιναν την χρονιά αυτή. Λοιπόν η «Πρόοδος», το μεγάλο τότε Σωματείο της Βατούσας, έδωσε ως έπαθλα και άλλες δαπάνες τα παρακάτω ποσά:
Στον Α’ νικητή του δρόμου μια λίρα, δηλαδή 178 γρόσια
Στον Β’ νικητή του δρόμου 4 μετζίτια, δηλαδή 132 γρόσια
Στον Γ’ νικητή του δρόμου 2 μετζίτια, δηλαδή 66 γρόσια
Στον νικητή της πάλης 4 μετζίτια, δηλαδή 132 γρόσια
Σε άλλους παλαιστές 70 γρόσια
Στον νταβουλτζή 1 μετζίτι, δηλαδή 33 γρόσια
Στους ζαπτιέδες 1 μετζίτι, δηλαδή 33 γρόσια
(Σύνολο 644 γρόσια)
Κυρίες και κύριοι, προσπάθησα όσο το δυνατό σύντομα και απλά να δώσω τα κύρια στοιχεία των λαϊκών πανηγυριών μας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στη μακρόχρονη παράδοσή τους από την αρχαιότητα έως τον περασμένο αιώνα και να επιμείνω στο δικό μας ΦΤΟΝ, ένα πανηγύρι ξεχωριστό, μοναδικό, με μια ιδιαιτερότητα που μας εκπλήσσει, το αγωνιστικό του μέρος, που δεν υπήρχε στα άλλα λαϊκά πανηγύρια του τόπου μας. Δυστυχώς τα λαϊκά αυτά πανηγύρια τα παρέσυρε η δίνη των σημερινών καιρών και των σύγχρονων συνθηκών ζωής και έχασαν το πηγαίο, το λαϊκό, το ανόθευτο, το πατροπαράδοτο στοιχείο και χρώμα. Άλλα από αυτά καταργήθηκαν, όπως το ΦΤΟΝ, για άλλα γίνεται προσπάθεια αναβίωσης, μερικά καταφέρνουν και επιβιώνουν προσαρμοζόμενα στα νέα δεδομένα. Όσοι προλάβαμε και τα ζήσαμε διατηρούμε στη μνήμη μια γνήσια έκφραση της ψυχής του λαού μας, μια έκφραση που είναι αδύνατο να αναβιώσει μέσα στο σύγχρονο τρόπο ζωής.